γούβα — η βαθούλωμα, λακκούβα: Έσκαψε μια γούβα στην αυλή για να φυτέψει ένα δέντρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γούπατο — το η γούβα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γούβα + πάτος, με συμφυρμό και απλολογία] … Dictionary of Greek
λακκούβα — η 1. λάκκος, γούβα, φυσικό ή τεχνητό κοίλωμα τού εδάφους 2. το παιχνίδι λακκουβάκια. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προήλθε από συμφυρμό τών λ. λάκκος + γούβα] … Dictionary of Greek
Гува — Эта страница требует существенной переработки. Возможно, её необходимо викифицировать, дополнить или переписать. Пояснение причин и обсуждение на странице Википедия:К улучшению/24 марта 2012. Дата постановки к улучшению 24 марта 2012 … Википедия
άγουβος — η, ο [γούβα] αυτός που δεν έχει γούβες, κοιλώματα, ομαλός, επίπεδος … Dictionary of Greek
άλαρος — ο μικρός λάκκος, γούβα, γούρνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. σημασιολογικά η λ. είναι συγγενής με το ουσ. αρός*] … Dictionary of Greek
ακτίτης — I Αυτός που κατοικεί στην ακτή, στην παραλία. Επίσης, το πεντελικό μάρμαρο ή ο λίθος που προέρχεται από την πειραϊκή ακτή. (Ορυκτ.) Σκληρός, υπόλευκος ασβεστόλιθος που περιέχει απολιθώματα θαλάσσιων μαλακίων. Βρίσκεται στην Αττική (Ακτή παλαιά,… … Dictionary of Greek
αργαλειός — Το όργανο με το οποίο υφαίνουν, ο υφαντικός ιστός ή ανυφανταριό, ανυφαντήρι, αργαστήρι και γούβα. Λέγεται και εργαλειός και αργαλειοεργαλειό. Ο α. είναι γνωστός από τα πανάρχαια χρόνια (Όμηρος). Υπάρχουν τρία βασικά είδη α., ο πανήσιος, που είναι … Dictionary of Greek
γουβίτσα — η 1. μικρή γούβα 2. παιχνίδι, κατά το οποίο ρίχνουν από απόσταση βώλους σε μικρό λάκκο τής γης και κερδίζει όποιος ρίξει τους περισσότερους … Dictionary of Greek
γουβιάζω — και γουβώνω [γούβα] 1. κοιλαίνω 2. κοιλαίνομαι … Dictionary of Greek